- παρεκνεύω
- Μ1. παρεκκλίνω, κλίνω στα πλάγια2. βγαίνω από τον δρόμο, αποκλίνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ἐκνεύω «παρεκκλίνω, ξεφεύγω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρεκνεύει — παρεκνεύω diverge from pres ind mp 2nd sg παρεκνεύω diverge from pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεκνεύοντα — παρεκνεύω diverge from pres part act neut nom/voc/acc pl παρεκνεύω diverge from pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεκνεύουσι — παρεκνεύω diverge from pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) παρεκνεύω diverge from pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεκνεῦσαν — παρεκνεύω diverge from aor part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεκνεύειν — παρεκνεύω diverge from pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεκνεύσαντες — παρεκνεύω diverge from aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεκνεύσαντος — παρεκνεύω diverge from aor part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεκνεύων — παρεκνεύω diverge from pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεύω — (ΑΜ νεύω) 1. κλίνω το κεφάλι προς τα εμπρός και κάτω, σκύβω ελαφρά 2. κάνω νεύμα με το κεφάλι, με τα μάτια, με τα χείλη ή με τα χέρια για να δείξω συναίνεση, αποδοχή, έγκριση ή άρνηση, αποτροπή, απαγόρευση ή, απλώς, για συνεννόηση σχετικά με… … Dictionary of Greek